- ιδιογνωμονώ
- ἰδιογνωμονῶ, -έω (Α) [ιδιογνώμων]έχω δική μου γνώμη για κάτι, ενεργώ όπως εγώ θεωρώ εύλογο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιδιογνωμώ — ἰδιογνωμῶ, έω (Α) ιδιογνωμονώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + γνωμώ (< γνώμη), πρβλ. μονο γνωμώ] … Dictionary of Greek